Σταυράκι 2022
Η κουλτούρα της τραυματικής μνήμης ενός εμφυλίου
Πριν ένα χρόνο από την ίδια θέση έκλεινα την ομιλία μου επικαλούμενος τα διαχρονικής και παγκόσμιας αξίας λόγια του Θουκυδίδη, ο οποίος, προκειμένου να τιμηθούν οι νεκροί, έθετε στο στόμα του Περικλή τούτα τα λόγια: «Έ ρ γ ω κ α ι δ η λ ο ύ σ θ α ι τ α ς τ ι μ ά ς ». Οι τιμές θα πρέπει να αποδίδονται από τους νεότερους με ισοδύναμα έργα του παρόντος. Το χρέος το δικό μας είναι να εκφορτώσουμε την ιστορική εμπειρία και κυρίως τη θυσία εκείνων στο άμεσο παρόν και να τη μεταλλάξουμε σε γενναία ροπή ενέργειας του παρόντος, ώστε, και εμείς, αλλά προ πάντων τα παιδιά μας, να φράξουμε κάθε ρωγμή απ΄όπου ακόμη και ίχνος παρόμοιας απειλής να σκιάσει το μέλλον μας.
Νάμαστε ξανά στη μαύρη επέτειο. Σήμερα όμως, θα μου επιτρέψετε να παρακάμψω το «πώς έγινε το αποτρόπαιο γεγονός της εκτέλεσης», αλλά και το «γιατί συντελέστηκε αυτό το τερατούργημα, ανάμεσα σε τόσα και τόσα άλλα». Και ο λόγος είναι ο εξής: Ήδη, μπαίνουμε σε μια πλανητική πλέον αβεβαιότητα. Ο πλανήτης όλος με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον νέο Αρμαγεδδόνα που συντελείται και μάλιστα στην καρδιά της Ευρώπης. Σαν να μη μάθαμε τίποτα από τους δύο Παγκοσμίους πολέμους του αιώνα των άκρων. Σήμερα, λοιπόν, με αφορμή τη μαύρη επέτειο της εκτέλεσης των συμπολιτών μας θα επιχειρήσω βραχύλογα να προσεγγίσω την αξία και τη σκοπιμότητα αυτών των επετείων. Να προσεγγίσω δηλαδή την πολιτική διαχείριση μιας άκρως τραυματικής μνήμης, όπως είναι η μνήμη ενός εμφυλίου πολέμου. Και με άλλα λόγια ποια είναι ή ποια οφείλει να είναι η κουλτούρα μιας τραυματικής μνήμης της χειρότερης, όπως είναι η μνήμη μετά από έναν εμφύλιο σπαραγμό.
Είναι γνωστή η διάσημη πρόταση του Χέγκελ που έλεγε ότι
«η ιστορία ένα διδάσκει ότι δεν διδάσκει τίποτε».
Πράγματι η ιστορία δεν διδάσκει τίποτε και άρα ούτε και οι επέτειοι. Δεν διδάσκει τίποτα, όχι γιατί δεν έχει να διδάξει. Έχει να διδάξει και η ιστορία και οι επέτειοι. Διδάσκει όμως μόνον, αν υπάρχουν μαθητές που να ενδιαφερθούν να μ ά θ ο υ ν από το παρελθόν που ποτέ δεν παρέρχεται. Τότε θα δουν ότι η ιστορία σίγουρα διδάσκει και άρα και οι επέτειοι.
Ή, τουλάχιστον προειδοποιεί, σημαίνει και επισημαίνει, ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα λάθη του παρελθόντος. Η ιστορία όμως όπως και οι επέτειοι, σημαίνουν και προειδοποιούν μόνον όσους εγκύπτουν με διάθεση μαθητείας να ακούσουν τα μηνύματά της. Προειδοποιούν και διδάσκουν, δηλαδή, μόνον τους «μαθητές» που είναι έτοιμοι να δεχτούν και να διαχειριστούν με βάση μια νέα κουλτούρα της τραυματικής μνήμης ιδιαίτερα επιτακτική μιας εμφύλιας σύρραξης,
Ειδικότερα μάλιστα, η πολιτική διαχείριση της τραυματικής μνήμης των εμφυλίων πολέμων παρουσιάζει δυσεπίλυτα προβλήματα που μ ο ι ά ζ ο υ ν με τη διαχείριση της τραυματικής μνήμης αλλοεθνών εμπολέμων, αλλά κυρίως δ ι α φ έ ρ ο υ ν.
Είναι προφανές ότι μετεμφυλιακά υπάρχουν και θ ύ τ ε ς και θ ύ μ α τ α. Και βέβαια και ν ι κ η τ έ ς και η τ τ η μ έ ν ο ι. Η συνέπεια είναι η βία ως μνήμη στον εμφύλιο πόλεμο να συνιστά ένα εύφλεκτο σχεδόν διαρκές κατάλοιπο του παρελθόντος που μπορεί ανά πάσα στιγμή να απειλήσει το π α ρ ό ν. Αυτό έχει ως συνέπεια η επιταγή μιας ευρείας λήθης να μην είναι εύκολη, καθώς η τραυματική μνήμη μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Αν και οι επόμενες γενιές, χάριν ενός υγιέστερου κοινού μέλλοντος ολοένα και μειώνουν την ενασχόλησή τους με το παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση οι μεν θύτες θέλουν να ξεχάσουν ή έστω να αποσιωπήσουν και σε κάθε περίπτωση να μην αναθεωρηθεί η ιστορία. Τα θύματα όμως θέλουν να θυμούνται και επιπλέον στην καταγραφή του παρελθόντος να αποτυπωθεί και η δική τους οπτική.
Από την άλλη πλευρά στο επίπεδο των συμβόλων η διαχείριση της τραυματικής μνήμης για καιρό παραμένει ετεροβαρής: Τα δημόσια μνημεία και σύμβολα εξακολουθούν να παγιώνουν μονομερώς την οπτική των άλλοτε νικητών, ενώ η οπτική των ηττημένων μεταλλάσσεται σε μια περιορισμένης εμβέλειας αντι – μνήμη που συντηρείται, σχεδόν σιωπηλά, στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Από την ασυμμετρία αυτή πλήττεται και η δημοκρατία. Η πολιτική αναμέτρηση γίνεται συνήθως στον απόηχο της μετεμφυλιακής διαφοράς, την ώρα που τα ζέοντα προβλήματα της συνύπαρξης παραδίδονται στον καιάδα της αυτό-επιδείνωσης.
Όμως, καμιά δημοκρατία δεν μπορεί να στεριώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα επάνω σε σωρούς πτωμάτων ή ακόμη και σε μια τυραννική σιωπή. Για το λόγο αυτό η τραυματική μνήμη επανέρχεται επίμονα από τη σκοπιά των θυμάτων ή και από τους απογόνους επόμενων γενεών αυτή τη φορά με αίτημα την εξισορρόπηση των αντιθετικών απόψεων για τα δρώμενα του παρελθόντος. Ώστε, κατ αρχή να σταματήσει ο πόλεμος των αναμνήσεων που θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τη δημοκρατία, αλλά και την εσωτερική ειρήνη της χώρας.
Εδώ ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Κρίσιμο και για την επιβίωση της δημοκρατίας της ίδιας : Τελικά είναι ασύμβατες οι έννοιες αλήθεια, δικαιοσύνη και Ειρήνη;
Σίγουρα η απάντηση είναι, ή οφείλει να είναι: Όχι, δεν είναι ασύμβατες, αλλά υπό προϋποθέσεις. Ο στόχος της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης είναι ή οφείλει να είναι, ένα συλλογικό αίτημα. Άρα και η ισορροπία θα πρέπει να αναζητηθεί από σύσσωμη την κοινωνία, ώστε η μνήμη να μην έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τη χώρα. Πρέπει, δηλαδή, να αναζητηθεί μια τέτοια αναμέτρηση με το παρελθόν που όχι μόνον να μη συντηρεί τις εμφυλιοπολεμικές εντάσεις, αλλά να συμβάλλει απεναντίας αποφασιστικά στον εκδημοκρατισμό της συλλογικής οντότητας. Προπάντων να μη διχάζει τη χώρα.
Μια λήθη συνεπώς που να ευνοεί τη συμφιλίωση μπορεί να λειτουργήσει υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις : Να είναι προϊόν κοινής αποδοχής τόσο ως προς τη διαχείριση των συμβόλων του παρελθόντος, των επετείων κ.λπ. αλλά και ως προς την κουλτούρα που θα πρέπει να διέπει την τραυματική μνήμη.
Και κλείνω με τούτο : Το τραύμα ενός εμφυλίου αποτυπώνει και συντηρεί τον διχασμό και τη φρίκη, γενιές μετά τη λήξη του. Η δυναμική μάλιστα που δημιουργείται στον απόηχο μιας εμφύλιας σύρραξης σε συνδυασμό με μια οικονομική, πολιτισμική ή και γεωπολιτική κρίση, αποδεικνύεται θανάσιμη απειλή και για τη δημοκρατία την ίδια. Πολύ περισσότερο απειλητική είναι όταν ήδη η δημοκρατία αγκομαχά κάτω από την πίεση των κακοήθων όγκων της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Αλλά και της απαιδευσίας που διαμορφώνουν μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων χωρίς κριτική σκέψη.
Η δημοκρατία, είναι το μόνο σύστημα που προστατεύει τη συνύπαρξη, αλλά και το μόνο που προστατεύει και εκείνους που τη λιθοβολούν, ωστόσο προχωρεί και σώζεται μόνο με το δ ι ά λ ο γ ο. Έναν ειλικρινή διάλογο όπου όλοι ζυγίζουν ήρεμα τις απόψεις των άλλων, αλλά και τις δικές τους και θέτουν υπό επαλήθευση τόσο εκείνες, όσο και τις δικές τους. Έναν διάλογο όπου θα επικρατεί η πυγμή του επιχειρήματος και όχι το επιχείρημα της πυγμής. Έναν διάλογο που θα καταργεί τον φανατισμό που τόσους εμφύλιους διχασμούς έχει προκαλέσει στη χώρα μας. Ο φανατισμός και το μίσος μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, ο χρόνος μάλιστα σφυρηλατεί τη συμπεριφορά και με τον καιρό τη μεταλλάσει σε πάγια κουλτούρα. Το αδιέξοδο και η άβυσσος καραδοκούν.
Αυτή την πιθανή κουλτούρα είναι που πρέπει να αλλάξουμε. Και πρέπει να το επιχειρήσουμε τώρα που ο νέος Αρμαγεδδώνας απειλεί και πάλι με αφανισμό τον πλανήτη. Και μη λησμονούμε ότι ίσως δεν είναι απλή σύμπτωση η συμβολική αναγκαιότητα των δυο διαδοχικών ημερομηνιών που καθιερώθηκαν σε όλον σχεδόν τον κόσμο, όπως η 8η Μαίου 1945 και η 9η Μαϊου 1950. Ημέρα χ α ρ ά ς η πρώτη γιατί έληξε ο δεύτερος αιμοσταγής Παγκόσμιος πόλεμος, η μέρα ε λ π ί δ α ς η δεύτερη, ημέρα ίδρυσης της Ε.Ε. ή ορθότερα, Ημέρα Ειρήνης μιας πολυφωνικής Ηπείρου όπως η Ευρώπη που αναζητά μέσα από τη σύγκλιση των διαφορετικοτήτων ένα ήρεμο μέλλον. Καιρός είναι να μεταλλάξουμε και τη λειτουργία των επετείων σε δράση που ενώνει και όχι που διχάζει. Και των αθώων τούτων θυμάτων η επιταγή αυτή θα ήταν.
Και τελειώνω με τα λόγια του Θουκυδίδη, αλλά και με εκείνα που άρχισα: «Έ ρ γ ω κ α ι δ η λ ο ύ σ θ α ι τ α ς τ ι μ ά ς ».Οι τιμές θα πρέπει να αποδίδονται από τους νεότερους με ισοδύναμα έργα του παρόντος. Το χρέος το δικό μας είναι να εκφορτώσουμε την ιστορική εμπειρία και κυρίως τη θυσία εκείνων στο άμεσο παρόν και να τη μεταλλάξουμε σε γενναία ροπή ενέργειας του παρόντος, ώστε , και εμείς, αλλά προ πάντων τα παιδιά μας αύριο, να φράξουμε κάθε ρωγμή απ΄όπου ακόμη και ίχνος παρόμοιας απειλής να σκιάσει το μέλλον μας. Χωρίς βέβαια εκπτώσεις στην
Α λ ή θ ε ι α , τη Δ ι κ α ι ο σ ύ ν η και την Ε ι ρ ή ν η.
Last modified: 29 Αυγούστου, 2022